αντιδραστήριο

αντιδραστήριο
το
ουσία που χρησιμοποιείται στη χημεία για την αναγνώριση της φύσης των σωμάτων από τις αντιδράσεις που αυτή προκαλεί σ' αυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιδραστήριο, χημικό — Όρος που υποδηλώνει μια ουσία η οποία, όταν έρχεται σε επαφή με μία ή περισσότερες άλλες ουσίες, μετασχηματίζεται και έτσι προσδιορίζει αυτές τις ουσίες, προκαλεί δηλαδή μια χημική αντίδραση. Τα χ.α. που χρησιμοποιούνται στην αναλυτική χημεία… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • νιτρομολυβδαινικός — ή, ό φρ. «νιτρομολυβδαινικό αντιδραστήριο» χημ. αναλυτικό χημικό αντιδραστήριο που αποτελείται από διάλυμα μολυβδαινικού αμμωνίου σε νιτρικό οξύ, το οποίο κατά τον βρασμό του με φωσφορικό οξύ παρέχει κίτρινο ίζημα φωσφορομολυβδαινικού αμμωνίου …   Dictionary of Greek

  • φελίγγειος — και φελίνγκειος, α, ο, Ν φρ. «φελίγγειο υγρό» χημ. ήπιο οξειδωτικό αντιδραστήριο που αποτελείται από δύο διαλύματα, ένα διάλυμα θειικού χαλκού και ένα διάλυμα υδροξειδίου τού νατρίου και τρυγικού καλιονατρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Γερμανού… …   Dictionary of Greek

  • δικαρβονικά οξέα — Οργανικές ενώσεις που φέρουν δύο καρβοξυλομάδες ( COOH). Τα περισσότερα δ.ο. είναι φυσικά προϊόντα. Τα κορεσμένα δ.ο. έχουν γενικό τύπο (CH2)ν(COOH)2 και ονομάζονται ανάλογα με τον συνολικό αριθμό ανθράκων που περιέχουν. Οι ιδιότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιν, Άρτσερ Τζον Πόρτερ — (Archer John Porter Martin, Λονδίνο 1910 – 2002). Βρετανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1932 και άρχισε έρευνα σε εργαστήριο χημείας τροφίμων, εκπονώντας παράλληλα το διδακτορικό του. Από το 1938 ξεκίνησε να… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κατακρήμνιση — Χημική μέθοδος, κατά την οποία μία διαλυμένη ουσία διαχωρίζεται από τα άλλα χημικά συστατικά του διαλύματος με τη μορφή δυσδιάλυτης ένωσης, όταν προστεθεί στο διάλυμα το κατάλληλο αντιδραστήριο. * * * η 1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό 2. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”